- σκυταλίδα
- η / σκυταλίς, -ίδος, ΝΑυποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεωναρχ.1. μικρό ραβδί ή μικρό ρόπαλο («σκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει [τὸ ἱρήιον]», Ηρόδ.)2. (ως όπλο) ρόπαλο3. μοχλός που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να σύρουν τα δίχτια στη στεριά4. ράβδος φορείου5. ταινία ή ράβδος μεταλλική6. μηχανή με την οποία εκσφενδόνιζαν φλεγόμενα υλικά7. καθένα από τα οστά τών δακτύλων, φάλαγγα8. ενεπίγραφη πινακίδα9. παραφυάδα δένδρου10. εύκαμπτο κλαδάκι ιτιάς11. όργανο που χρησιμοποιούσαν για την μάλαξη τών μυών τού σώματος12. είδος μικρού καβουριού13. είδος κάμπιας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.